Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τό κάπνισμα είναι

  • 1 ελεύθερος

    η, ο [α, ον]
    1) свободный, вольный; независимый; самостоятельный;

    ελεύθερη πατρίδα — свободная родина;

    ελεύθερος άνθρωπος — свободный человек;

    ελεύθερη γνώμη — независимое мнение;

    ελεύθερον φρόνημα — а) самостоятельность убеждений, взглядов; — б) свобода мысли;

    αφήνω ελεύθερο — выпускать на свободу, освобождать;

    η διαγωγή της είναι πολύ ελευθέρα поведение ее слишком свободно:
    2) свободный, добровольный, без принуждения;

    ελεύθερη βούληση — свободная воля;

    3) свободный, несвязанный, необременённый;

    είμαι ελεύθερος οικογενειακών υποχρεώσεων — не быть связанным семейными обязанностями;

    είμαι ελεύθερος στρατιωτικών υποχρεώσεων — быть освобождённым от воинской повинности;

    τό σπίτι είναι ελεύθερο — или είναι ελεύθερο πάσης υποθήκης — дом не заложен в ипотечном банке;

    4) свободный, незапрещённый, беспрепятственный, открытый;

    ελεύθερη εξαγωγή — свободный вывоз;

    ελεύθερη είσοδος — или είσοδος ελευθέρα — вход свободный;

    τό κάπνισμα είναι ελεύθερον — курить разрешается;

    τό κυνήγι είναι ελεύθερο από... — охота разрешена с...;

    5) свободный, незанятый;

    ελεύθερο δωμάτιο — свободный номер (в гостинице);

    ελεύθερο κάθισμα — свободное место;

    στίς ελεύθερες ώρες — в свободное время;

    6) холостой, неженатый; незамужняя;

    § ελεύθερη ( — или ελευθέρα) ζώνη — свободная зона (порта);

    ελεύθερ λιμένας — вольная гавань;

    ελεύθερη πόλη — вольный город;

    ελεύθερος σκοπευτής — а) вольный стрелок; — б) независимый (в политике);

    ελεύθερ γάμος — незарегистрированный, свободный брак;

    ελεύθερη μετάφραση ( — или απόδοση) — вольный перевод;

    ελεύθερος στίχος — свободный стих

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ελεύθερος

См. также в других словарях:

  • κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… …   Dictionary of Greek

  • Tobacco packaging warning messages — Smoking warning on the back of a cigarette pack, in Australia Tobacco packaging warning messages are health warning messages that appear on the packaging of cigarettes and other tobacco products. They have been implemented in an effort to enhance …   Wikipedia

  • φουμαδόρος — ο θηλ. α και ισσα (λ. ιταλ.), αυτός που έχει τη συνήθεια να καπνίζει πολύ, που φουμάρει υπερβολικά, ο μανιώδης καπνιστής: Δεν μπορεί να περιορίσει το κάπνισμα· είναι φουμαδόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • διατήρηση ή συντήρηση — Σύνολο ενεργειών που αποβλέπουν στη δ., για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιοτήτων των ουσιών που αλλοιώνονται εύκολα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δ. τροφίμων, η οποία επιτρέπει τη χρήση αλλοιώσιμων ειδών σε διάφορους χρόνους και σε τόπους μακριά από… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»